συγκοινώ

συγκοινώ
-όω, Α
(κυρίως το μέσ.) συγκοινοῡμαι, -όομαι
κοινοποιώ, κάνω γνωστό, ανακοινώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κοινῶ «κοινοποιώ, γνωστοποιώ» (< κοινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”